ἀπείρους

ἀπείρους
ἄπειρος 1
without trial
masc/fem acc pl
ἄπειρος 2
boundless
masc/fem acc pl
ἀ̱πείρους , ἀπειρόω
multiply to infinity
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀπειρόω
multiply to infinity
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
ἀ̱πείρους , ἤπειρος
terra firma
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • неоученыи — (7*) пр. 1.Необразованный, невежественный: По невѣжьству ѥже ѿ простыни. неѹченыи чл҃вкъ. створить вину. МПр XIV, 70 об.; то же КВ к. XIV, 292б; || необученный, ненаученный: да не осудимъсѧ. ѥгда обрѧщемъ(с) бесловеснагѡ i неѹченагѡ ѥста хуже.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Monogenēs — To be distinguished from Monogenic (genetics), Monogenic system. Monogenēs (μονογενὴς) is a Greek word which may be used both as an adjective monogenēs pais only child, or only legitimate child, special child, and also on its own as a noun; o… …   Wikipedia

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • απειραχώς — ἀπειραχῶς επίρρ. (Α) [άπειρος (II)] με άπειρους τρόπους …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • μυριαχού — μυριαχοῡ (Α) επίρρ. σε αναρίθμητα μέρη, σε άπειρους τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. αχού (πρβλ. μοναχοῦ, πολλαχοῦ)] …   Dictionary of Greek

  • ορμηνεύω — (Μ ὁρμηνεύω) συμβουλεύω, καθοδηγώ, νουθετώ νεοελλ. 1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι 2. φρ. «μάρτυρας ορμηνεμένος» μάρτυρας που καταθέτει ενώπιον τού δικαστηρίου ό,τι τού έχει υποδείξει ο διάδικος ο οποίος τον έχει προτείνει ως μάρτυρα 3. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”